ἀλλόφυλα

ἀλλόφυλα
ἀλλόφῡλα , ἀλλόφυλος
of another tribe
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλλόφυλος — η, ο (Α ἀλλόφυλος, ον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή και κατ’ επέκταση σε άλλο έθνος, αλλοεθνής, ξένος (αντίθ. ομόφυλος) 2. αλλόφυλα ζώα τα ξένα προς τον άνθρωπο, τα άγρια ζώα νεοελλ. αυτός που ανήκει σε άλλο θρήσκευμα και ειδικότερα ο μη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”